- νεοβλαστής
- νεο-βλαστής, ές, = sq., Opp.H.1.735.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
νεοβλαστῆ — νεοβλαστής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νεοβλαστής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νεοβλαστής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοβλαστές — νεοβλαστής masc/fem voc sg νεοβλαστής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek